κουπώνω

κουπώνω
σκεπάζω, καλύπτω κάτι με καπάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυπῶ, -όω «ανατρέπω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κουπώνω — κούπωσα, κουπώθηκα, κουπωμένος, καλύπτω, σκεπάζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κούπωμα — το [κουπώνω] 1. η ενέργεια τού κουπώνω 2. σκέπασμα, καπάκι, επικάλυμμα για ένα αγγείο, ένα μαγειρικό σκεύος, ένα πιθάρι, μια δεξαμενή …   Dictionary of Greek

  • χουπώνω — Ν σκεπάζω, καλύπτω κάτι με καπάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλη προφ. τού κουπώνω βλ. λ.] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”